- ηφαίστειος
- -α, -ο (Α Ἡφαίστειος, -εία, -ον)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα»)2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειοα) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω τού οποίου διοχετεύεται το μάγμα από τον χώρο δημιουργίας του στην επιφάνεια τής γήςβ) φρ. «είναι ηφαίστειο»i. είναι θερμός, είναι φλογερόςii. είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι έξω φρενώναρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα -ειος (πρβλ. ηράκλ-ειος, λυκούργ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.